
Η εξαπλωση της βιας στη χωρα μας!
Ως γνωστόν η εξάπλωση της κοινωνικής βίας, μορφή της οποίας αποτελεί και η εγκληματικότητα, δεν εξαρτάται μόνο από την αστυνομική πρακτική αλλά κυρίως από τις κοινωνικές συνθήκες, υποτάσσεται σε ηθικούς κώδικες και πρακτικές και επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες. Είναι μύθος ότι υπάρχει σήμερα, για παράδειγμα, αύξηση του αριθμού των κλοπών μια εγκληματική πράξη που χαρακτηρίζει κατ' εξοχήν τους αλλοδαπούς αλλά είναι αλήθεια ότι υπάρχει μια μετεξέλιξη της διαδικασίας τελέσεώς τους. Από αυτή την άποψη η «ευθύνη» δεν θα πρέπει να αναζητηθεί αποκλειστικά και μόνο στη συμπεριφορά (ορισμένων) αλλοδαπών αλλά και στους όρους που έχουν διαμορφωθεί για την αποδοχή του φαινομένου της (λαθρο)μετανάστευσης.
Είναι αλήθεια ότι η «αστυνομική λογική» περί δημιουργίας μιας ανεξέλεγκτης κατάστασης μετά την εφαρμογή στην πράξη των ρυθμίσεων για την «πράσινη κάρτα» έχει βάση. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κλοπές από 34.408, όταν ήταν σε πλήρη εξέλιξη οι επιχειρήσεις «σκούπα» της αστυνομίας, αυξήθηκαν σε 40.61, όταν άρχισαν να γίνονται γνωστές οι προθέσεις της κυβερνήσεως για την «πράσινη κάρτα», γεγονός που επιβεβαιώνει και την εκτίμηση ότι το ειδικό βάρος των αλλοδαπών σε αυτή τη μορφή εγκληματικότητας είναι υψηλό. Το κυρίαρχο όμως δεν είναι αυτή καθεαυτή η αύξηση των κλοπών αλλά η ποιοτική διαφοροποίηση των δραστών και η συμπεριφορά των διωκτικών αρχών.
* Ποιοτικές αλλαγές
Οι παραδοσιακοί διαρρήκτες, που κοσμούσαν τα αστυνομικά δελτία στο πρόσφατο (ναι σωστά διαβάσατε, στο πρόσφατο) παρελθόν είχαν ένα άλλο άρωμα: ήταν γραφικές φιγούρες, γνωστοί κατά κύριο λόγο στις διωκτικές αρχές που τους ανέμεναν μετά από κάθε κλοπή στους κλεπταποδόχους, που και αυτοί ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, κυρίως, στα αστικά κέντρα. Σήμερα, αντιθέτως, οι δράστες, κατά κύριο λόγο Ρουμάνοι, Γιουγκοσλάβοι και Αλβανοί, είναι αδίστακτοι. Εισβάλλουν στα διαμερίσματα οπλισμένοι και δεν διστάζουν ακόμη και να σκοτώσουν όταν αισθανθούν ότι κινδυνεύουν. Η Αστυνομία, από την άλλη πλευρά, εμφανίζεται ανίκανη όχι μόνο να αποτρέψει αλλά και να εξιχνιάσει αυτές τις μορφές εγκληματικών πράξεων ίσως επειδή έχει καταρρεύσει το παραδοσιακό σύστημα των πληροφοριοδοτών και οι κλεπταποδόχοι έχουν εξαφανιστεί αφού τα προϊόντα των κλοπών εξάγονται στο εξωτερικό. Ετσι, για παράδειγμα, οι κλοπές που εξιχνιάστηκαν με τον τρόπο έστω που εξιχνιάστηκαν ήταν μόλις το 10%.
* Διασπορά σε όλη την επικράτεια
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι σήμερα παρατηρείται μια διασπορά των κλοπών ανά την επικράτεια και κυρίως σε παραθεριστικές περιοχές, κάτι που πριν από μία μόλις δεκαετία ήταν αδιανόητο. Ετσι, λοιπόν, μπορεί η Αττική να κρατά τα σκήπτρα, καθώς κατά τη διάρκεια του καταγράφηκαν 51.478 κλοπές (53.436 είχαν καταγραφεί), αλλά αυτή η μορφή εγκληματικότας απλώθηκε και σε ολόκληρη την Ελλάδα. καταγράφηκαν 6.707 κλοπές στη Θεσσαλονίκη, 1.019 στη Θράκη, 2.403 στη Δυτική Ελλάδα, 1.668 στη Θεσσαλία, 809 στα νησιά του Ιονίου, 2.114 στην Κρήτη, 533 στα νησιά του Αιγαίου, 3.121 στην Πελοπόννησο και 2.140 στη Στερεά Ελλάδα. Με άλλα λόγια, οι κλοπές τείνουν να μετεξελιχθούν σε μια σύγχρονη μάστιγα που έχει αγκαλιάσει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Το ίδιο όμως και σε ακόμη πιο ανησυχητικό βαθμό συμβαίνει και με τις ληστείες που παραμένουν κατ' εξοχήν ελληνικό φαινόμενο εγκληματικής δράσης, αφού οι δράστες είναι κατά κύριο λόγο Ελληνες. Οι ληστείες και κυρίως οι ένοπλες ληστείες, αποτελούν μία από τις βασικές μορφές μετεξέλιξης του εγκλήματος στην Ελλάδα. Και αυτό γιατί σήμερα προϋποθέτουν ένα στοιχειώδες επίπεδο οργάνωσης, τη χρήση σύγχρονων τεχνικών μέσων και τη διασπορά ικανού οπλισμού. Η αύξηση των ληστειών όμως, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια (αυξήθηκαν περίπου 20%), έχει σχέση και με μια σειρά άλλους παράγοντες.
Κατ' αρχήν η «αστυνομική λογική» απέδιδε την αύξηση των ληστειών στα πλημμελή μέτρα φρούρησης των φυλακών. Εκτιμούσε ότι οι δράστες ήταν κατά κύριο λόγο δραπέτες των σωφρονιστικών καταστημάτων, κάτι που επιβεβαιωνόταν και από τις (όποιες) εξιχνιάσεις. Αργότερα, στη δεκαετία του 1980, η αύξηση του αριθμού των ένοπλων ληστειών αποδόθηκε στην απροθυμία των τραπεζών να λάβουν μέτρα φρούρησης και στον αυξημένο όγκο των χρημάτων που διακινούνταν καθημερινά με χρηματαποστολές στο κέντρο της Αθήνας.